- φλέβα
- η / φλέψ, -εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς2. κοίτασμα ορυκτού3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ φλέβες τῆς πηγῆς», Πολ.)νεοελλ.1. έγχρωμη ακανόνιστη γραμμή σε μάζα ορυκτού2. (πετρογρ.) πλακώδες ή στρωματοειδές εκρηξιγενές σώμα που συχνά είναι προσανατολισμένο κάθετα ή με μεγάλη κλίση προς την στρώση τών προϋπαρχόντων πλουτώνιων πετρωμάτων3. μτφ. α) καταγωγή, προέλευσηβ) ικανότητα, κλίση, ταλέντο («έχει καλλιτεχνική φλέβα»)4. φρ. α) «αρτηριώδης φλέβα»ανατ. η πνευμονική αρτηρίαβ) «κοίλες φλέβες»ανατ. βλ. κοίλοςγ) «φλέβα μεταλλεύματος»γεωλ. μεταλλοφόρο σώμα που έχει καθορισμένα όρια και εκτείνεται μέσα σε ένα μη εκμεταλλεύσιμο πέτρωμα, αλλ. σύνθετη φλέβαδ) «πλέγμα φλεβών»γεωλ. μορφή μεταλλεύματος που αποτελείται από πάμπολλα, πυκνώς διατεταγμένα, λεπτά φλεβίδια τα οποία τέμνονται μεταξύ τουςε) «κρατάει φλέβα από τζάκι»μτφ. κατάγεται από αριστοκρατική γενιάστ) «τού βρήκα τη φλέβα»μτφ. πέτυχα το ευαίσθητο σημείο του, βρήκα την ευαίσθητη χορδή τουμσν.-αρχ.σπήλαιο τού κάτω κόσμου («βυθίων φλέβα πῦσαν ἐναύλων», Νόνν.)αρχ.1. (γενικά) αιμοφόρο αγγείο2. ονομασία διάφορων αγωγών και σωλήνων τού σώματος («φλὲψ ἡπατῖτις, φλὲψ σπληνῖτις», Αριστοτ.)3. ονομασία τών αγγείων τών φυτών, στα οποία κυκλοφορεί ο χυμός4. φρ. α) «φλὲψ κοίλη [ή μεγάλη ή μέγιστη]» — η φλέβα, σε αντιδιαστολή προς την αρτηρίαβ) «φλέβα σχάζω [ή λύω]» — φλεβοτομώγ) «φλὲψ γόνιμη» ή, απλώς, «φλέψ» — το πέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ριζικό όν. το οποίο ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhl-egw- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. bolca, bulchunna «κύστη, φουσκάλα» < *bhlgw-), η οποία αποτελεί δυσερμήνευτη παρεκτεταμένη, με λαρυγγικό -gw-, μορφή τής ρίζας *bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. φαλλός, φάλλαινα, καθώς και τα ρ. φλέω*, φλύω* με διαφορετικές παρεκτάσεις τής ρίζας). Αξιοσημείωτη είναι η ιδιαίτερη σημασιολογική εξέλιξη τής λ. στην Ελληνική σε σχέση με τη σημ. «φουσκώνω» τής ρίζας. Τη λ. δανείστηκαν και οι νεώτερες γλώσσες για τον σχηματισμό επιστημονικών όρων, πολλοί από τους οποίους εισήχθησαν στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. φλεβίτιδα: γαλλ. phlebite, φλεβοσκλήρωση: αγγλ. phlebosclerosis). Τέλος, στη Νέα Ελληνική απαντά και ο διαλ. τ. φλέγα ο οποίος είναι προϊόν ανομοίωσης (πρβλ. βλέπω > γλέπω, σουβλί > σουγλί). Η λ. απαντά ως β' συνθετικό λ. με τις μορφές: -φλεψ, -φλεβος και -φλεβής.ΠΑΡ. φλεβί(ον), φλεβικός, φλεβώδηςαρχ.φλεβάζωνεοελλ.φλεβήσιος, φλεβίδιο, φλεβίτιδα, φλεβίτσα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φλεβορραγία, φλεβοτόμοςαρχ.φλεβονευρώδης, φλεβοπαλία, φλεβοσυλία, φλεβοτμής, φλεβοτονούμαιαρχ.-μσν.φλεβόσφυγμοςνεοελλ.φλεβαναισθησία, φλεβεκτασία, φλεβεκτομή, φλεβογενής, φλεβογράφος, φλεβοειδής, φλεβοθρόμβωση, φλεβόκλυση, φλεβόκομβος, φλεβόλιθος, φλεβολογία, φλεβομαλακία, φλεβομανόμετρο, φλεβονάρκωση, φλεβοπηξία, φλεβοσκλήρυνση, φλεβοσκλήρωση, φλεβοσφυξία. (Β' συνθετικό) α) σε -φλεψ: αρχ. αργυρόφλεψ, αυτόφλεψ, μελανόφλεψβ) σε -φλεβός: άφλεβοςαρχ.αδηλόφλεβος, επίφλεβος, ευρύφλεβος, κατάφλεβος, μεγαλόφλεβος, στενόφλεβοςγ) σε -φλεβής: αρχ. αφλεβής, ευφλεβής, λυσιφλεβής].
Dictionary of Greek. 2013.